συμπιεσμένος

συμπιεσμένος
sıkıştırılmış, sıkışmış

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • αδινός — ἁδινός και ἁδινός, ή, όν (Α) [ἀδήν] 1. πυκνός, αθρόος, υπερπλήρης, άφθονος, συμπυκνωμένος, συμπιεσμένος 2. έντονος, ισχυρός, ηχηρός, βαθύς, βροντώδης …   Dictionary of Greek

  • διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… …   Dictionary of Greek

  • ευπίλητος — εὐπίλητος, ον (Α) αυτός που είναι καλά συμπιεσμένος, πυκνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιλητός (< πιλώ «πιέζω»)] …   Dictionary of Greek

  • θερμοναστία — η η κίνηση των φυτικών οργάνων υπό την επίδραση τής θερμότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermonasty< thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + nasty (πρβλ. ναστία< ναστός «συμπιεσμένος, σταθερός» < νάσσω «συμπιέζω»)] …   Dictionary of Greek

  • θιγμοναστία — η (θιολ.) κίνηση ενός φυτικού οργάνου, π.χ. οι κάμψεις των ελίκων τού αμπελιού, ως απόκριση σε μηχανικό ερέθισμα που προέρχεται από την επαφή με στερεό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. thigmonastie < thigmo (πρβλ. θίγμα) +… …   Dictionary of Greek

  • θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • καταστοιβάζω — (Α) (μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ.) κατεστοιβασμένος, η, ον (για το ύφος τού Θουκ.) πυκνός, συμπιεσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοιβάζω «συσσωρεύω, συμπιέζω»] …   Dictionary of Greek

  • ναστός — ή, ὁ (ΑΜ ναστός, ή, όν) [νάσσω] 1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος 2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό (μσν. αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν …   Dictionary of Greek

  • πατητός — ή, ό / πατητός, ή, όν, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα») 2. το θηλ. ως ουσ. πατητή (ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου… …   Dictionary of Greek

  • πιλωτός — ή, όν, ΜΑ [πίλος] 1. ο κατασκευασμένος από πίλημα 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πιλωτόν ο σκούφος για τον ύπνο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πιλωτά οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων αρχ. συμπιεσμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”